ασταφίδωτος

ασταφίδωτος
-η, -ο
1. ο ασταφίδιαστος
2. αυτός που δεν περιέχει σταφίδες
3. (για κρασί) εκείνο που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί από σταφιδιασμένα τσαμπιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”